- εύροπος
- εὔροπος, -ον (Α)αυτός που ρέπει, που κλίνει εύκολα («εὔροπον ἅμμα»)βρόχος που συσφίγγεται εύκολα.επίρρ...εὐρόπως (Α)με ευχέρεια, με ευκολία, καλά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ροπος (< ροπή), πρβλ. αντί-ρροπος, ισό-ρροπος].
Dictionary of Greek. 2013.